ἴρινος

ἴρινος
ἴρῐνος [ῑ], η, ον,
A made from the iris,

μύρον Pl.Com.69.7

, Cephisod. 3.2, Alex.62.8, Thphr.HP9.9.2, Plb.30.26.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίρινος — ἴρινος, ίνη, ον (Α) [ίρις] κατασκευασμένος από το αρωματικό φυτό ίρις («ἴρινον μύρον») …   Dictionary of Greek

  • ἴρινον — ἴρινος made from the iris masc acc sg ἴρινος made from the iris neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίνης — ἴρινος made from the iris fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίνου — ἴρινος made from the iris masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίνους — ἴρινος made from the iris masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίνῃ — ἴρινος made from the iris fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰρίνῳ — ἴρινος made from the iris masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴρινα — ἴρινος made from the iris neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ιρίνεος — ἰρίνεος, α, ον (Α) ίρινος* …   Dictionary of Greek

  • ιρινόμικτος — ἰρινόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με λάδι τού φυτού ίρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴρινος + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, οιωνό μικτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”